- περιπλοκῆς
- περιπλοκήtwining roundfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
πανσποροβλάστη — η ζωολ. πολυπύρηνο σώμα τών κνιδοσπορίων που σχηματίζεται από τη συγκέντρωση πυρήνων σε ένα συγκύτιο και περιέχει δύο καλυπτήρια κύτταρα και ένα ή περισσότερα κύτταρα που είναι γνωστά ως σποροβλάστες και τών οποίων ο πυρήνας πολλαπλασιάζεται και… … Dictionary of Greek
περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… … Dictionary of Greek
προνύμφη — Γενική ονομασία της νεανικής μορφής που έχουν μερικά ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα όταν βγαίνουναπό το αβγό. Η π. χαρακτηρίζεται από την όψη και το είδος της ζωής περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από το ακμαίο άτομο· εκτός από τις εξαιρετικές… … Dictionary of Greek
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
φάμπρικα — η, Ν 1. εργοστάσιο 2. μτφ. α) έμμεσος και απατηλός τρόπος για την επίτευξη ενός αποτελέσματος, κόλπο, τέχνασμα β) δημιουργία περίπλοκης υπόθεσης χωρίς λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbrica < λατ. fabrica «εργαστήριο»] … Dictionary of Greek
φωσφογλυκουρονικός — ή, ό, Ν φρ. «φωσφογλυκουρονικό οξύ» (βιοχ.) φωσφορυλιωμένο παράγωγο τού γλυκουρικού οξέος, το οποίο αποτελεί το πρώτο ενδιάμεσο προϊόν μιας περίπλοκης πολυλειτουργικής μεταβολικής οδού, γνωστής ως κύκλος τού φωσφογλυκουρονικού οξέος ή κύκλος τών… … Dictionary of Greek
φωσφοκαρδαμιδικός — ή, ό, Ν φρ. «φωσφοκαρδαμιδικό οξύ» (βιοχ.) πολύ ασταθής ένωση, η οποία σχηματίζεται ως ενδιάμεσο προϊόν τού κύκλου τής ουρίας, μέσω μιας περίπλοκης αντίδρασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. carbamoyl phosphate) … Dictionary of Greek
Γουίτμαν, Γουόλτ — (Walt Whitman, Γουέστ Χιλς, Λονγκ Άιλαντ 1819 – Νιου Τζέρσεϊ 1892). Αμερικανός ποιητής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα μικρό τυπογραφείο και το 1846 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Daily Eagle του Μπρούκλιν. Η δημοσιογραφική … Dictionary of Greek